πρεσβύτας

πρεσβύτας
πρεσβύ̱τᾱς , πρεσβύτης
age
masc acc pl
πρεσβύ̱τᾱς , πρεσβύτης
age
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • с эпиграмматической краткостью — (иноск.) в возможно краткой форме (намек на эпиграмму стихотворение, отличающееся краткостью) Ср. С эпиграмматическою краткостью учение о праве сильного выражено в словах, которые Плутарх приписывает Бренну. Господство сильного обозначает словами …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • С эпиграмматической краткостью — Съ эпиграмматической краткостью (иноск.) въ возможно краткой формѣ (намекъ на эпиграмму стихотвореніе, отличающееся краткостью). Ср. Съ эпиграмматическою краткостью ученіе о правѣ сильнаго выражено въ словахъ, которыя Плутархъ приписываетъ Бренну …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μεταμανθάνω — (Α) 1. μαθαίνω κάτι νέο εγκαταλείποντας αυτό που γνώριζα προηγουμένως («τὸ Ἀττικὸν ἔθνος ἐὸν Πελασγικὸν ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν κατέμαθε», Ηρόδ.) 2. αποκτώ γνώσεις («καταμανθάνουσα δ ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιά», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτης — (I) ο, θηλ. πρεσβύτις, ιδος / πρεσβῡτις, ΝΑ γέρος, γριά αρχ. 1. κυρίως αυτός που ανήκε στην έκτη από τις επτά ηλικίες στις οποίες διαιρούσαν οι αρχαίοι τη ζωή, από τη γέννηση μέχρι τα έσχατα γηρατειά 2. αυτός που βλέπει μακριά, όπως συνήθως οι… …   Dictionary of Greek

  • συμπάθεια — η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής] 1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”